ἐποτρυνώμεθα

ἐποτρυνώμεθα
ἐποτρῡνώμεθα , ἐποτρύνω
stir up
aor subj mid 1st pl
ἐποτρῡνώμεθα , ἐποτρύνω
stir up
pres subj mp 1st pl
ἐποτρῡνώμεθα , ἐποτρύνω
stir up
aor subj mid 1st pl
ἐποτρῡνώμεθα , ἐποτρύνω
stir up
pres subj mp 1st pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εποτρύνω — ἐποτρύνω (Α) 1. παρακινώ, ερεθίζω («καὶ αὐτῶν θυμὸς ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει», Ομ. Ιλ.) 2. κινώ, διεγείρω εναντίον κάποιου («νῶϊν ἐποτρύνει πόλεμον κακόν», Ομ. Ιλ.) 3. στέλνω επειγόντως («δέδοικα μή... Ἰθακήσιοι, ἀγγελίας δὲ πάντα ἐποτρύνωσι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”